- αραιόθριξ
- (-τριχος) ο , η тот, кто имеет жидкие волосы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αραιόθριξ — ἀραιόθριξ ( τριχος), ο (AM) αυτός που έχει αραιά μαλλιά … Dictionary of Greek